Τα σαλιγκάρια που ονομάζονται χοχλιοί στην Κρήτη και καράολοι στην Κύπρο, ανήκουν στα γαστερόποδα. Η κατανάλωση των σαλιγκαριών ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Κελύφη σαλιγκαριών έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές, μια ένδειξη ότι τα σαλιγκάρια τρώγονται από τα προϊστορικά χρόνια. Έχει διαπιστωθεί οτι από την Παλαιολιθική εποχή τα μαλάκια αποτέλεσαν σημαντική πηγή τροφής για τον άνθρωπο. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο τα σαλιγκάρια είναι γνωστά από την αρχαιότητα και θεωρούνται εκλεκτός μεζές. Απολιθώματα σαλιγκαριών έχουν βρεθεί μετά από αρχαιολογικές ανασκαφές μετά από χιλιάδες χρόνια στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης και στην Πάφο της Κύπρου.
Οι αρχαίοι Έλληνες αγάπησαν το σαλιγκάρι τόσο γαστρονομικά όσο και επιστημονικά. Κατά τη Μινωική περίοδο το σαλιγκάρι αποτελούσε ένα θρεπτικό και λαϊκό έδεσμα για τους Κρήτες και στη συνέχεια για όλους τους αρχαίους Έλληνες. Ο Αριστοτέλης περιέγραψε αναλυτικά το σαλιγκάρι και εφεύρε ένα είδος κουταλιού, το οποίο φέρει στην άκρη της λαβής του μια ακίδα, με την οποία μπορεί να αφαιρεθεί άθικτο το σώμα του σαλιγκαριού από το κέλυφος.Ο Ιπποκράτης μελέτησε τις ιδιότητες της βλέννας του σαλιγκαριού και εξήρε την αποτελεσματικότητά της στην ενυδάτωση του δέρματος, στην ανακούφιση από δερματικούς ερεθισμούς και κοκκινίλες, στην επούλωση πληγών και στη θεραπεία δερματικών παθήσεων. Επίσης θεωρούσε την κατανάλωσή τους ευεργετική για διαφόρων στομαχικές παθήσεις. Ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός θεωρούσαν τα σαλιγκάρια ωφέλιμα για τη θεραπεία της κήλης και της υδρωπικίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν παρατηρήσει τη συμπεριφορά των σαλιγκαριών κατά τη φάση της ερωτοτροπίας όπου το κάθε σαλιγκάρι εκτοξεύει το βέλος του για να διεγείρει τη γεννητική περιοχή του άλλου. Λέγεται λοιπόν πως η θεώρηση του φτερωτού θεού της αγάπης, Έρωτα, που ρίχνει τα βέλη του στους ερωτευμένους, εκπορεύεται από την παρατήρηση αυτή. Ο Αθήναιος στους “Δειπνοσοφιστές” αναφέρεται επίσης και στα σαλιγκάρια, ενώ ο Άλεξις ο κωμωδιογράφος τα αναφέρει ως αφροδισιακή τροφή. Μαζί του συμφωνεί και ο γιατρός Ηρακλείδης ο Ταραντίνος που εξηγεί στο “Συμπόσιο” πως τα σαλιγκάρια βοηθούν στο να παραχθεί σπέρμα. Επίσης η ελικοειδής μορφή του κελύφους των σαλιγκαριών ενέπνευσε τον Αρχιμήδη, ο οποίος επινόησε τον εκπληκτικό μηχανισμό-αντλία “ατέρμονα κοχλία”. Για τους αρχαίους Έλληνες, σαλιγκάρια ευρισκόμενα στην άκρη του μίσχου των φυτών, ήταν σημάδι από τους Θεούς οτι εφεξής θα μπορύσαν να συγκομίσουν τη σοδειά τους.
Στην αρχαία Ρώμη διατηρούσαν τα σαλιγκάρια σε ειδικούς κήπους για πάχυνση. Αναφέρεται επίσης οτι οι Ρωμαίοι επέλεγαν ως γεννήτορες τα καλύτερα και μεγαλύτερα σαλιγκάρια. Κατά τους ιστορικούς χρόνους τρώγονταν σ’όλη τη Μεσόγειο, όμως οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που τα ανέδειξαν σε φαγητό πολυτελείας. Θεωρούσαν τα σαλιγκάρια εκλεκτή τροφή, όπως αναφέρεται στα γραπτά του Πλίνιου. Μάλιστα ο ίδιος τα συνιστούσε για τους πόνους του στομάχου και τις αιμορραγίες .
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά τα σαλιγκάρια άρχισαν να καταναλώνονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης με σημαντικότερες τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία.